- κακοκαρπία
- κακοκαρπία, ἡ (AM) [κακόκαρπος]1. κακή κατάσταση τών καρπών, παραγωγή κακών ή ατελών καρπών2. (κατ' επέκτ.) ακαρπία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακοκαρπία — κακοκαρπίᾱ , κακοκαρπία bearing bad fem nom/voc/acc dual κακοκαρπίᾱ , κακοκαρπία bearing bad fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοκαρπίας — κακοκαρπίᾱς , κακοκαρπία bearing bad fem acc pl κακοκαρπίᾱς , κακοκαρπία bearing bad fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοκαρπίαν — κακοκαρπίᾱν , κακοκαρπία bearing bad fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)